καταπροέσθαι

καταπροέσθαι
καταπροέσθαι , κατά-προίημι
send forth
aor inf mid
καταπροέσθαι , κατά-προίημι
send forth
aor inf mid

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταπροΐεμαι — (AM) 1. απορρίπτω εντελώς, αποβάλλω περιφρονητικά, εγκαταλείπω 2. καταπροδίδω («καταπροέσθαι καταπροδοῡναι», Μέγ. Ετυμολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + προΐεμαι «απορρίπτω, προδίδω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”